- καλλωπίζομαι
- καλλωπίζομαι, καλλωπίστηκα, καλλωπισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καλλωπίζομαι — καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
ευμορφαίνω — και εμορφαίνω και ομορφαίνω (Μ εὐμορφαίνω και ὀμορφαίνω και μορφαίνω) [εύμορφος] καθιστώ κάποιον ή κάτι όμορφο, εξωραΐζω, στολίζω νεοελλ. γίνομαι όμορφος, καλλωπίζομαι … Dictionary of Greek
ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… … Dictionary of Greek
καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… … Dictionary of Greek
καλλωποιούμαι — καλλωποιοῡμαι, έομαι (Α) καλλωπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλοποιός με το ω κατ επίδραση τού καλλωπίζω] … Dictionary of Greek
κοκεταρίζομαι — και κοκετάρομαι [κοκέτης] είμαι φιλάρεσκος, καλλωπίζομαι πάρα πολύ … Dictionary of Greek
κορινθιάζομαι — (Α) [κορίνθιος] 1. ασκώ το επάγγελμα τής πόρνης, όπως οι εταίρες τής αρχαίας Κορίνθου 2. είμαι μαστροπός 3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες … Dictionary of Greek
περιγλύφω — ΝΜΑ διακοσμώ κυκλικά με ανάγλυφα μσν. αρχ. αφαιρώ τον φλοιό κυκλικά, ξεφλουδίζω ολόγυρα αρχ. 1. κάνω κάτι κοίλο 2. κόβω κάτι από κάπου, αποκόπτω 3. παθ. περιγλύφομαι διακοσμούμαι, καλλωπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»] … Dictionary of Greek
προσαγλαΐζομαι — Α λαμπρύνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγλαΐζομαι «κοσμούμαι, καλλωπίζομαι»] … Dictionary of Greek